ακαταλληλότητα

ακαταλληλότητα
η (Α ἀκαταλληλότης) [ἀκατάλληλος]
η ιδιότητα τού ακατάλληλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναξιότητα — Όρος του κληρονομικού δικαίου. Η ανικανότητα να γίνει κανείς κληρονόμος ενός προσώπου για ορισμένους λόγους, π.χ. επειδή θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει τους γονείς, τα παιδιά του, την/τον σύζυγό του, εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να… …   Dictionary of Greek

  • ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… …   Dictionary of Greek

  • ακατάλληλος — η, ο (Α ἀκατάλληλος, ον) αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι, δεν ταιριάζει με κάτι, ο ασύμφωνος ή ο άκαιρος, ο άτοπος «ακατάλληλη ώρα», «ακατάλληλος υπάλληλος», «ακατάλληλη ταινία» ή «έργο» ταινία ή έργο που δεν πρέπει να παρουσιαστεί ή να… …   Dictionary of Greek

  • ακαταλληλία — η (Α ἀκαταλληλία) [ἀκατάλληλος] 1. η ακαταλληλότητα 2. αποτυχημένη, λαθεμένη προσαρμογή σε κανόνες …   Dictionary of Greek

  • ανεπιτηδειότητα — η (Α ἀνεπιτηδειότης) 1. αδεξιότητα, ανικανότητα 2. δυσχέρεια, απροσαρμοστία, ακαταλληλότητα …   Dictionary of Greek

  • ανικανότητα — Παθολογική κατάσταση του άντρα που εκδηλώνεται με αδυναμία στύσης του πέους και μπορεί να οφείλεται σε ανατομικές ανωμαλίες ή λειτουργικές διαταραχές. Από τις ανατομικές ανωμαλίες οι κυριότερες είναι oυποσπαδίας, ο επισπαδίας, οι παθήσεις των… …   Dictionary of Greek

  • ανωρία — ἀνωρία κ. ιων. ίη, η (Α) [άνωρος] η ακαταλληλότητα, το άκαιρο εποχής για κάποια ενέργεια …   Dictionary of Greek

  • αστρατηγησία — ἀστρατηγησία, η [αστρατήγητος] η ακαταλληλότητα για το αξίωμα του στρατηγού …   Dictionary of Greek

  • δυσχρηστία — η (Α δυσχρηστία) νεοελλ. η ιδιότητα τού δύσχρηστου αρχ. 1. ακαταλληλότητα, μειονέκτημα 2. δυσχέρεια, δύσκολες περιστάσεις 3. δυσκολία στη λήψη δανείων …   Dictionary of Greek

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”